- πλᾶκτρον
- πλᾱκτρον1 plectrum for playing the lyre.
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πλάκτρον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήκτρο … Dictionary of Greek
πλᾶκτρον — πλῆκτρον anything to strike with neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήκτρο — Μέρος του μηχανισμού ορισμένων μουσικών οργάνων (πιάνο, κλαβεσέν, εκκλησιαστικό όργανο κλπ.), που, με την πίεση του δαχτύλου ή του ποδιού (οπότε λέγεται ποδόπληκτρο), κινεί ένα σύνολο μηχανικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή ήχων ορισμένο… … Dictionary of Greek